πιστοποιός

πιστοποιός
-ό / πιστοποιός, -όν, ΝΑ
αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι ως αληθινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιστοποιώ — πιστοποιῶ, έω, ΝΑ [πιστοποιός] καθιστώ κάτι πιστό, δηλαδή πιστευτό, βεβαιώνω ότι κάτι είναι αληθινό (α. «ότι δεν είναι αυτός ο δράστης μπορώ να τό πιστοποιήσω» β. «καὶ διἀ τῶν ἔργων ἐπιστοποίησας τοὺς τῆς θείας φιλοσοφίας λόγους», ΠΔ) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”